
Παρά την κυβερνοεπίθεση, η οποία έθεσε προσωρινά εκτός λειτουργίας το σύστημα διαπιστεύσεων του Οικονομικού Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης και στην οποία ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ απέδωσε τη μετάθεση κατά μία ώρα της ομιλίας του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ρώσος πρόεδρος ανέβηκε στο βήμα και υπήρξε αναμενόμενα επιθετικός.
Ο Πούτιν κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι μεταχειρίζονται τις υπόλοιπες χώρες ως «αποικίες» και σημείωσε πως οι ζοφερές προβλέψεις για τη ρωσική οικονομία δεν επαληθεύθηκαν.
«Τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά στην παγκόσμια πολιτική», δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος έπειτα από ένα μακρύ κατηγορώ προς τις ΗΠΑ και εν γένει τη Δύση.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν συμπλήρωσε ότι η ρωσική οικονομία ξεπέρασε τις δυτικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση είπε πως έχασε την «πολιτική της κυριαρχία».
Στο περιθώριο του Φόρουμ, ο ηγέτης των φιλορώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία και πρόεδρος της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» Ντένις Πουσίλιν κάλεσε τη Μόσχα, μιλώντας στο κρατικό πρακτορείο TASS, να απελευθερώσει «όλη την Ουκρανία, και φυσικά τη ρωσική πόλη του Κιέβου και τη δυτική Ουκρανία», καθώς «αυτό θα επέτρεπε να μην μεταθέσουμε αυτή τη βαριά ευθύνη στην επόμενη γενιά».
Eξαπολύοντας στις 24 Φεβρουαρίου την εισβολή της στην Ουκρανία, η Ρωσία επιχείρησε αρχικά να κατακτήσει το Κίεβο, αλλά η αντίσταση από τις ουκρανικές δυνάμεις ανάγκασε τις ρωσικές δυνάμεις να υποχωρήσουν. Έκτοτε, η Μόσχα έχει εστιάσει την επίθεσή της στην ανατολική Ουκρανία στην περιοχή του Ντονμπάς, όπου ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αναγνωρίσει την ανεξαρτησία δύο αυτονομιστικών εδαφών, των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
Μάλιστα, σε τηλεφωνική ενημέρωση σε εκπροσώπους των ΜΜΕ ο Πεσκόφ δήλωσε πως στόχος της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία παραμένει η προστασία του πληθυσμού στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς από αυτό που χαρακτήρισε ως «βάρβαρες επιθέσεις» από τις ένοπλες δυνάμεις του Κιέβου.
Επωδός στις δηλώσεις των Ρώσων αξιωματούχων είναι η ανάγκη «προστασίας» των πληθυσμών της περιοχής από ουκρανικές δυνάμεις που το Κρεμλίνο χαρακτηρίζει ναζιστικές, ενώ ο Πούτιν αρνείται την ύπαρξη ενός ουκρανικού έθνους και λαού, πιστεύοντας ότι ιστορικά Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένα.
Την Παρασκευή ο ρωσικός στρατός δήλωσε ότι λίγο λιγότεροι από 7.000 «ξένοι μισθοφόροι» από 64 χώρες έχουν φθάσει στην Ουκρανία από την έναρξη της σύγκρουσης και πως σχεδόν 2.000 από αυτούς έχουν σκοτωθεί.
«Οι κατάλογοί μας, στις 17 Ιουνίου, περιλαμβάνουν μισθοφόρους και ειδικούς στους εξοπλισμούς από 64 χώρες συνολικά. Από την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης, 6.956 έχουν φθάσει στην Ουκρανία, 1.956 έχουν ήδη σκοτωθεί, 1.779 έχουν ξαναφύγει», ανέφερε σε μια ανακοίνωση το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Το ρωσικό υπουργείο προσθέτει πως η Πολωνία είναι ο «απόλυτος ηγέτης» μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε αριθμούς μαχητών που έχουν πάει στην Ουκρανία και ακολουθούν η Ρουμανία και η Βρετανία. Η ανακοίνωση συνοδεύεται από πίνακα με τον αριθμό των ξένων μαχητών ανά εθνικότητα που έχουν πάει στην Ουκρανία και τις απώλειες που έχουν καταγραφεί, σύμφωνα με τον ρωσικό στρατό.
Αναφέρεται, για παράδειγμα, πως 59 Γάλλοι «μισθοφόροι» από τους 183 που πήγαν στην Ουκρανία για να πολεμήσουν, σκοτώθηκαν αφότου ξεκίνησε η ρωσική επίθεση. Οι χώρες που σύμφωνα με τη Μόσχα έχουν καταγράψει τις περισσότερες απώλειες είναι η Πολωνία (378 θάνατοι), οι Ηνωμένες Πολιτείες (214), ο Καναδάς (162) και η Γεωργία (120).
Αφότου ξεκίνησε η εισβολή στην Ουκρανία, χιλιάδες ξένοι εθελοντές, κυρίως Ευρωπαίοι, πήγαν στη χώρα αυτή για να βοηθήσουν τις δυνάμεις του Κιέβου. Η Ρωσία παρουσιάζει τους μαχητές ως «μισθοφόρους», χρησιμοποιώντας έναν υποτιμητικό όρο που αφήνει να εννοηθεί πως κίνητρό τους ήταν το κέρδος. Οι φιλορώσοι αυτονομιστές έχουν καταδικάσει σε θάνατο τρεις από αυτούς, δύο Βρετανούς και έναν Μαροκινό.
Από την πλευρά τους, οι Ουκρανοί και οι Δυτικοί σύμμαχοί τους υπογραμμίζουν πως, αν υπάρχουν μισθοφόροι, αυτοί βρίσκονται στο ρωσικό στρατόπεδο, κυρίως με την παρουσία στοιχείων του ομίλου Wagner, μισθοφόρων που έχουν αναπτυχθεί από τη Συρία μέχρι τη Λιβύη και το Μάλι.